- σίτευση
- [-ις (-εως)] η откорм, откармливание (скота, птицы)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σίτευση — η παροχή άφθονης τροφής για πάχυνση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιτεύσιμος — η, ον, Α [σίτευσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σίτευση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτεύσιμον πουλερικό παραγεμιστό … Dictionary of Greek